- όθομαι
- ὄθομαι (Α)μεριμνώ για κάτι ή για κάποιον, προσέχω, φροντίζω ή υπολογίζω κάποιον («σέθεν οὐκ ἀλεγίζω οὐδ' ὄθομαι κοτέοντος» — δεν σέ υπολογίζω ούτε ενδιαφέρομαι για την οργή σου, Ομ. Ιλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πολλοί, επικαλούμενοι την ερμηνεία που δίνει ο Ησύχ. «ὀθεύει- ἄγει, φροντίζει», συνδέουν το ρ. με τα ἔθων, ἔθειρα, ἔνοσις, ὠθῶ*, νωθής* και τό ανάγουν σε ΙΕ ρίζα *wedh/ *wodh- / *wōdh- «ταράσσω, διεγείρω, σπρώχνω» (πρβλ. λιθουαν. vedu «οδηγώ»). Η άποψη αυτή ωστόσο δεν ανταποκρίνεται στη βασική σημ. τού ὄθομαι «μεριμνώ, φροντίζω, υπολογίζω κάποιον»].
Dictionary of Greek. 2013.